- παρασκότισμα
- το, -ατοςυπερβολική ζάλη, ενόχληση, θόλωμα της σκέψης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρασκότισμα — το [παρασκοτίζω] κούραση ενός προσώπου από ενοχλητικές και πειρακτικές πράξεις εις βάρος του από άλλον … Dictionary of Greek